Η
αναιμία στις μεγάλες ηλικίες τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες
είναι συχνό εύρημα και οι επιπτώσεις της στην νοσηρότητα και θνησιμότητα
των ατόμων αυτών δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) ως αναιμία ορίζουμε την κατάσταση του αίματος κατά την οποία η τιμή της αιμοσφαιρίνης είναι χαμηλότερη των 13,5g% στους άνδρες και χαμηλότερη των 12g% στις γυναίκες.
H αναιμία χρόνιας νόσου ή όπως αλλιώς ονομάζεται η αναιμία της χρόνιας φλεγμονής αρχικά συσχετίστηκε με λοιμώδη, φλεγμονώδη και νεοπλασματικά νοσήματα. Αργότερα όμως, παρατηρήθηκε ότι η αναιμία χρονίας νόσου συναντάται και σε άλλες καταστάσεις όπως, στο βαρύ τραύμα, στα καρδιαγγειακά νοσήματα, στο σακχαρώδη διαβήτη, στον υπερ/υπoθυρεοειδισμό και στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Τα συνηθέστερα νοσήματα που μπορεί να συνοδεύονται από αναιμία χρόνιας νόσου είναι:
1) οι λοιμώξεις (HIV, φυματίωση, μυκητιάσεις, ελονοσία, οστεομυελίτιδα, χρόνια αποστήματα, σήψη),
2) τα φλεγμονώδη νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικές αγγειίτιδες, φλεγμονώδης νοσήματα εντέρου, σαρκοείδωση) και
3) τα κακοήθη νεοπλάσματα συμπαγών οργάνων, τα λεμφώματα και το πολλαπλούν μυέλωμα.
Η
διάγνωση της αναιμίας χρόνιας νόσου τίθεται κατά κανόνα εξ’
αποκλεισμού. Συνήθως είναι ορθοκυτταρική, ορθόχρωμη, αλλά σε ποσοστό 25%
μπορεί να είναι μικροκυτταρική, ειδικά όταν υπάρχει σιδηροπενία λόγω
ταυτόχρονης απώλειας αίματος. Είναι συνήθως ηπίου προς μετρίου βαθμού
και συχνά απαιτείται εξέταση του μυελού των οστών προκειμένου να
αποκλειστούν άλλα αίτια για την ύπαρξη της αναιμίας. Από τον
εργαστηριακό έλεγχο δείκτες όπως, οι MCV και MCHC βρίσκονται συνήθως σε
φυσιολογικά επίπεδα, ενώ η φερριτίνη αυξημένη. Η σιδηροδεσμευτική
ικανότητα (TBIC) είναι ελαττωμένη και ο μυελός των οστών εμφανίζει
αιμοσιδηρίνη με φυσιολογική κυτταροβρίθεια και αυξημένα πλασματοκύτταρα.
H
αναιμία χρόνιας νόσου είναι συνήθως ορθόχρωμη, και δεν επηρεάζει τις
άλλες κυτταρικές σειρές. Η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να
περιλαμβάνει:
α) τη χρόνια σιδηροπενία,
β) τα θαλασσαιμικά σύνδρομα,
γ) τις σιδηροβλαστικές παραλλαγές των μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων,
δ) η φαρμακογενής καταστολή του μυελού. Η μέτρηση του σιδήρου, της τρανσφερίνης και της φεριτίνης δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση. Το ιστορικό του ασθενούς (οξεία ή χρόνια φλεγμονώδη νόσος) και στοιχεία που να μην αναφέρουν απώλεια αίματος συνηγορούν για την εν λόγω αναιμία.
Η φλεγμονή, γενικά, είναι παθολογική διεργασία, που μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία.
Οι σχετιζόμενες με τη φλεγμονή κυτταροκίνες, όπως αναφέρθηκε επάγουν
την παραγωγή πρωτεϊνών οξείας φάσης, που αντικατοπτρίζουν την ενεργότητα
της φλεγμονής. Η απουσία απόκρισης των προδρόμων μορφών των
ερυθροκυττάρων στο ερέθισμα της ερυθροποιητίνης, που είναι μειωμένη,
καθώς και
η ελαττωμένη κινητοποίηση του σιδήρου από τα μακροφάγα ευθύνονται κυρίως για την αναιμία της φλεγμονής.
Οι κύριες αιματολογικές διαταραχές που εμφανίζονται στα χρόνια φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα μπορεί να είναι η αναιμία διαφόρου αιτιολογίας, οι διαταραχές των λευκοκυττάρων, των αιμοπεταλίων και της πηκτικότητας και τα αιματολογικά κακοήθη νοσήματα. Τα χρόνια φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα που σχετίζονται με αναιμία χρόνιας νόσου είναι κυρίως η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ), ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), η πολυμυοσίτιδα, η οζώδης πολυαρτηρίτιδα καθώς και τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (νόσος του Crohn και ελκώδης κολίτις).
Συμπτώματα προκαλούμενα από αναιμία.
Έχει αναφερθεί ήδη ότι η αναιμία γενικά θα πρέπει να θεωρείται σύμπτωμα υποκείμενης νόσου και στις περισσότερες φορές δεν έχει νόημα η ανάταξή της χωρίς την αντιμετώπιση του παράγοντος που την προκάλεσε.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η ανάταξη της αναιμίας χωρίς την αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου θεωρείται σοβαρό ιατρικό λάθος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά είναι ανάπτυξη σιδηροπενικής αναιμίας από νεόπλασμα του παχέος εντέρου (ιδιαίτερα του ανιόντος). Η χορήγηση σιδήρου στην μεθαιμορραγική αυτή αναιμία μόνο, χωρίς την διερεύνηση χειρουργικής επέμβασης στερεί στον ασθενή την δυνατότητα πλήρους ίασης.
Για
τους ασθενείς με αναιμία χρονίας νόσου η χορήγηση ερυθροποιητίνης με
συγχορήγηση σιδήρου είναι η θεραπεία επιλογής για επιλεγμένους ασθενείς
της ομάδος αυτής. Στους ασθενείς με χρονία νεφρική ανεπάρκεια η
χορήγηση ερυθροποιητίνης με σίδηρο έχει καθιερωθεί από δεκαετίας σχεδόν
και έχουν εκδοθεί σχετικά οι κατευθυντήριες οδηγίες. Για τους ασθενείς
με χρονία φλεγμονή η χορήγηση ερυθροποιητίνης είναι μια επιλογή αλλά δεν
έχει καθιερωθεί, ούτε υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες. Για τους
ασθενείς με χρονία καρδιακή ανεπάρκεια σε μία πρόσφατη μελέτη από το
National Heart and Lung Institute του Λονδίνου, αναφέρεται ότι στους
ασθενείς με χρονία καρδιακή ανεπάρκεια η χαμηλή αιμοσφαιρίνη συνδέεται
με λειτουργικούς περιορισμούς και η ανάταξη της αναιμίας σε τιμές
υψηλότερες από 11,5gr με ερυθροποιητίνη και σίδηρο έχει ως αποτέλεσμα
την βελτίωση του ασθενούς τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) ως αναιμία ορίζουμε την κατάσταση του αίματος κατά την οποία η τιμή της αιμοσφαιρίνης είναι χαμηλότερη των 13,5g% στους άνδρες και χαμηλότερη των 12g% στις γυναίκες.
H αναιμία χρόνιας νόσου ή όπως αλλιώς ονομάζεται η αναιμία της χρόνιας φλεγμονής αρχικά συσχετίστηκε με λοιμώδη, φλεγμονώδη και νεοπλασματικά νοσήματα. Αργότερα όμως, παρατηρήθηκε ότι η αναιμία χρονίας νόσου συναντάται και σε άλλες καταστάσεις όπως, στο βαρύ τραύμα, στα καρδιαγγειακά νοσήματα, στο σακχαρώδη διαβήτη, στον υπερ/υπoθυρεοειδισμό και στη χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
Τα συνηθέστερα νοσήματα που μπορεί να συνοδεύονται από αναιμία χρόνιας νόσου είναι:
1) οι λοιμώξεις (HIV, φυματίωση, μυκητιάσεις, ελονοσία, οστεομυελίτιδα, χρόνια αποστήματα, σήψη),
2) τα φλεγμονώδη νοσήματα (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικές αγγειίτιδες, φλεγμονώδης νοσήματα εντέρου, σαρκοείδωση) και
3) τα κακοήθη νεοπλάσματα συμπαγών οργάνων, τα λεμφώματα και το πολλαπλούν μυέλωμα.
α) τη χρόνια σιδηροπενία,
β) τα θαλασσαιμικά σύνδρομα,
γ) τις σιδηροβλαστικές παραλλαγές των μυελοδυσπλαστικών συνδρόμων,
δ) η φαρμακογενής καταστολή του μυελού. Η μέτρηση του σιδήρου, της τρανσφερίνης και της φεριτίνης δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση. Το ιστορικό του ασθενούς (οξεία ή χρόνια φλεγμονώδη νόσος) και στοιχεία που να μην αναφέρουν απώλεια αίματος συνηγορούν για την εν λόγω αναιμία.
η ελαττωμένη κινητοποίηση του σιδήρου από τα μακροφάγα ευθύνονται κυρίως για την αναιμία της φλεγμονής.
Οι κύριες αιματολογικές διαταραχές που εμφανίζονται στα χρόνια φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα μπορεί να είναι η αναιμία διαφόρου αιτιολογίας, οι διαταραχές των λευκοκυττάρων, των αιμοπεταλίων και της πηκτικότητας και τα αιματολογικά κακοήθη νοσήματα. Τα χρόνια φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα που σχετίζονται με αναιμία χρόνιας νόσου είναι κυρίως η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ), ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ), η πολυμυοσίτιδα, η οζώδης πολυαρτηρίτιδα καθώς και τα ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (νόσος του Crohn και ελκώδης κολίτις).
- Καταβολή
- Ζάλη
- Κεφαλαλγία
- Διαταραχές του ύπνου
- Ψυχρά άκρα
- Ανορεξία
- Αδυναμία συγκέντρωσης
- Αίσθημα παλμών και δύσπνοια μετά από μικρή κόπωση
- Κατάθλιψη
Έχει αναφερθεί ήδη ότι η αναιμία γενικά θα πρέπει να θεωρείται σύμπτωμα υποκείμενης νόσου και στις περισσότερες φορές δεν έχει νόημα η ανάταξή της χωρίς την αντιμετώπιση του παράγοντος που την προκάλεσε.
Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις η ανάταξη της αναιμίας χωρίς την αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου θεωρείται σοβαρό ιατρικό λάθος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά είναι ανάπτυξη σιδηροπενικής αναιμίας από νεόπλασμα του παχέος εντέρου (ιδιαίτερα του ανιόντος). Η χορήγηση σιδήρου στην μεθαιμορραγική αυτή αναιμία μόνο, χωρίς την διερεύνηση χειρουργικής επέμβασης στερεί στον ασθενή την δυνατότητα πλήρους ίασης.