ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ-ΠΑΛΙΟΚΑΣΤΡΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

ΖΗΤΩ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΣΑΣ ΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΥΤΖΟΥΡΩΜΕΝΕΣ
                                                                                                                                 
Επιμέλεια
  ΧΡΗΣΤΟΣ  Ν. ΚΩΤΟΥΛΑΣ

  ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
 ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ

  ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ-ΕΞΩΡΑΙΣΤΙΚΟΣ
 ΣΥΛΟΓΓΟΣ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΚΑΣΤΡΟ
  ΑΘΗΝΑ 1987























































Σημαντικά αρχαία στην περιοχή της Μητρόπολης Καρδίτσας

Στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Μητρόπολης έχουν βρεθεί δύο από τα σπουδαιότερα μνημεία του νομού Καρδίτσας αλλά και της Θεσσαλίας γενικότερα. Πρόκειται για το μυκηναϊκό θολωτό τάφο Γεωργικού - Ξινονερίου και τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα στα "Λιανοκόκκαλα" Μοσχάτου, όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης, αρχαιολόγος-διευθυντής της ΛΔ΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.
Στα όρια των κτηματικών εκτάσεων των Δημοτικών Διαμερισμάτων Γεωργικού και Ξινονερίου, στη θέση "Κούφια Ράχη", βρίσκεται ο μεγάλος μυκηναϊκός θολωτός τάφος. Ο τάφος, που είναι από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία της Θεσσαλίας, κατασκευάστηκε στον τελευταίο χαμηλό λόφο μιας λοφοσειράς που αρχίζει από την πεδιάδα και ενώνεται με τον ορεινό όγκο των Αγράφων στα δυτικά. Στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο υπάρχει πρόσβαση από αγροτικούς δρόμους τόσο από το Γεωργικό όσο και από το Ξινονέρι.


 Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, θεωρείται από τους πιο πρώιμους, απαντά δε από τη μεταβατική φάση. Αποτελείται από τρία βασικά μέρη: τον δρόμο, δηλαδή τον διάδρομο πρόσβασης, το στόμιο (την είσοδο) και τον κτιστό νεκρικό θάλαμο, κυκλικής κάτοψης. Ο θάλαμος καλύπτεται με τη θόλο που οικοδομείται κατά τον εκφορικό τρόπο. Ο τάφος αποκαλύφθηκε συλημένος το 1917 από συνεργεία εργατών, τα οποία αφαιρούσαν λίθους από το λόφο για οικοδόμηση. Τότε έγινε και η πρώτη ανασκαφική έρευνα (Απ. Αρβανιτόπουλος, Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας).

Ύστερα από περίπου σαράντα χρόνια, εξαιτίας αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητας, κατά την οποία καταστράφηκε μέρος της θόλου, ερευνήθηκε τμήμα της εσωτερικής επίχωσης του τάφου (Δημ. Ρ. Θεοχάρης), όπου βρέθηκαν θραύσματα αμαυρόχρωμων αγγείων της υστεροελλαδικής Ι περιόδου, κατά τον ανασκαφέα. Αργότερα, σημειώνει ο κ. Χατζηαγγελάκης, ο τάφος χρονολογήθηκε στην υστεροελλαδική ΙΙΙΒ-Γ περίοδο (13ος - 12ος αι. π.Χ.).

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μνημείο αυτό εντάχθηκε στο Δίκτυο των Πολιτιστικών Διαδρομών της Δυτικής Θεσσαλίας του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, οπότε άρχισε νέα ανασκαφική δραστηριότητα (Μπ. Ιντζεσίλογλου). Από το εντυπωσιακό αυτό μνημείο, αναφέρει ο αρχαιολόγος, σώζεται ακέραιος ο κυκλικός θάλαμος και η θόλος, μετά την αποκατάσταση. Έχουν διάμετρο και ύψος, αντίστοιχα, 8,80 μ.. Η είσοδος προς τον θάλαμο έχει πλάτος 2,40 μ., μήκος 10,35 μ. και εν μέρει είναι στεγασμένη με τεράστιες πλάκες. Αν και ο τάφος ήταν συλημένος, εντούτοις στο εσωτερικό του βρέθηκαν ορισμένα μικρά μεν αλλά αξιόλογα αντικείμενα, όπως ένας χρυσός δακτύλιος, στη σφενδόνη του οποίου υπάρχει έγγλυφη παράσταση δυο γρυπών που επιτίθενται σε αίγαγρο.

Το πιο σημαντικό, όμως, για το μνημείο και την ιστορία είναι το γεγονός ότι, έξω από τον τάφο βρέθηκαν εκτεταμένοι λιθοσωροί, με πολλές ποταμίσιες πέτρες. Κάτω από τις κροκάλες, μετά την αφαίρεση τους, βρέθηκαν μικρά αγγεία, πήλινα ειδώλια και πλακίδια ιππέων και άλλα ειδώλια ανδρών και γυναικών. Αυτό οδήγησε τον ανασκαφέα- προσθέτει ο κ. Χατζηαγγελάκης- στο συμπέρασμα της χρήσης του χώρου ως ιερού των προγόνων από τις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και μετά. Η ύπαρξη ανάλογων ιερών, τα οποία συνδέονται με την παρουσία θολωτών μυκηναϊκών τάφων, είναι γνωστή στη νοτιότερη Ελλάδα, σχετίζονται δε με την ύπαρξη πλούσιας τοπικής μυθολογικής παράδοσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, εξηγεί ο αρχαιολόγος, ένα τμήμα ενεπίγραφου κεραμιδιού - με την επιγραφή ΑΙΑΤΙΕΙΟΝ - που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο κατά την ανασκαφική έρευνα, συνδέει τη δημιουργία του ιερού αυτού με το μυθικό πρόσωπο του Αιάτου. Ο Αίατος, ο πατέρας του Θεσσαλού, θεωρείται από τις πηγές ο γενάρχης του θεσσαλικού έθνους, συνδέεται δε με την άφιξη από την Ήπειρο στη Θεσσαλία των τελευταίων προθεσσαλικών φύλων.

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Αίατος, που ήταν γιος του Φειδίππου και καταγόταν από τους Ηρακλείδες, μαζί με την αδελφή του την Πολύκλεια εκστράτευσαν από τη χώρα τους δυτικά του Αχελώου ποταμού κατά των Βοιωτών, οι οποίοι ζούσαν στην περιοχή τής μετέπειτα ονομασθείσης Θεσσαλίας. Υπήρχε χρησμός, κατά τον οποίο, όποιος από το γένος τους θα πατούσε πρώτος στην εχθρική γη πέρα από τον Αχελώο, αυτός θα γινόταν βασιλιάς της. Αφού η στρατιά τους είχε φθάσει στον ποταμό και ήταν έτοιμοι να τον διαβούν, η Πολύκλεια προφασίστηκε τραυματισμό της και ζήτησε από τον αδελφό της Αίατο να την περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Αίατος για να βοηθήσει την αδελφή του την πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε στον ποταμό. Όταν όμως έφθαναν κοντά στην όχθη, η Πολύκλεια πήδηξε στη γη και του είπε πως σύμφωνα με το χρησμό η νέα χώρα τώρα θα ανήκε σ' αυτήν. Ο Αίατος, παρότι εξαπατήθηκε, δεν θύμωσε, αλλά αντίθετα θαύμασε την πονηριά της, την παντρεύτηκε και κυριάρχησαν στη χώρα, η οποία από τον γιο τους τον Θεσσαλό ονομάστηκε Θεσσαλία.

Ο Αρχαϊκός Ναός του Απόλλωνα Ο Αρχαϊκός Ναός του Απόλλωνα βρίσκεται στο Δημοτικό Διαμέρισμα Μοσχάτου του Δήμου Πλαστήρα, στη θέση "Λιανοκόκκαλα", δυτικά του σύγχρονου οικισμού της Μητρόπολης, σε ένα πλάτωμα νότια της κοίτης του Λαπαρδά ή Γαβρία ποταμού. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1994 με αφορμή κάποιες λαθρανασκαφές και έφεραν στο φως έναν εκατόμπεδο περίπτερο δωρικό ναό με εσωτερική κιονοστοιχία, προσανατολισμό από ανατολικά προς δυτικά και διαστάσεις 31,00 χ 13,75 μ.


Ο ναός χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα αλλά και τον τύπο των δωρικών κιονόκρανων. Ήταν αφιερωμένος στο θεό Απόλλωνα, σύμφωνα με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό. Ο ναός- αναφέρει ο κ. Χατζηαγγελάκης- διέθετε πέντε δωρικού ρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα στις μακριές. Για τους κίονες του πτερού έχει χρησιμοποιηθεί μαλακός ψαμμόλιθος φαιού χρώματος από την περιοχή.

Σημαντικά για την ιστορία του μνημείου αλλά και την ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής είναι τα δωρικά κιονόκρανα του πτερού. Ο εχίνος τους φέρει ανάγλυφη διακόσμηση από επαναλαμβανόμενα μοτίβα κλειστών και ανοιχτών ανθέων λωτού. Τα κιονόκρανα παρουσιάζουν μορφολογικές διαφορές τόσο ως προς το προφίλ του εχίνου όσο και ως προς την επεξεργασία της ανάγλυφης διακόσμησης του. Το σπάνιο αυτό χαρακτηριστικό του ναού συναντάται επίσης στον αρχαιότερο ναό της Ήρας στην Ποσειδώνια της Κάτω Ιταλίας. Οι διαφορές των κιονόκρανων πιθανώς να δηλώνουν ότι ο ναός αρχικά είχε κατασκευαστεί με ξύλινους κίονες στο πτερό, οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους. Ο σηκός, που έχει διαστάσεις 24,00 χ 8,50 μ., ήταν κτισμένος με ορθοστάτες από τον ίδιο μαλακό ψαμμόλιθο που έχουν κατασκευαστεί οι κίονες του πτερού και πάνω από αυτούς με ωμές πλίθρες.

Εσωτερικά ο σηκός διέθετε στον άξονα του σειρά από 5 ξύλινους κίονες ή πεσσούς, όπως δηλώνουν οι σωζόμενες λίθινες βάσεις και μια παραστάδα στο μέσον του δυτικού τοίχου. Μπροστά από τον τρίτο κίονα και σε επαφή με αυτόν υπάρχει βάθρο ορθογώνιας κάτοψης προοριζόμενο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο σε αυτό βρέθηκε - σε δύο μέρη - το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα στον τύπο του οπλίτη. Σε μία δεύτερη οικοδομική φάση, προσθέτει ο κ. Χατζηαγγελάκης, φαίνεται πως διαμορφώθηκε άδυτο, με την προσθήκη ενός εγκάρσιου τοίχου από πλιθιά στη θέση του πέμπτου από την είσοδο εσωτερικού κίονα.

Κατά τον ανασκαφέα, με την ίδια οικοδομική φάση θα πρέπει να συσχετιστούν η επέκταση του μήκους του βάθρου και η κατασκευή κτιστού θρανίου στην εσωτερική παρειά του βόρειου τοίχου του σηκού και στα ανατολικά του τοίχου του αδύτου. Κατά τις ανασκαφές δεν βρέθηκε κανένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος που θα μπορούσε να αποδοθεί σε επιστύλιο ή τρίγλυφα και μετόπες. Έτσι θεωρείται ότι ο θριγκός του ναού ήταν ξύλινος. Ο ναός διέθετε δίρριχτη στέγη που σχημάτιζε αετώματα στις στενές πλευρές του ναού, με ξυλοδεσιά εσωτερικά και πήλινα κεραμίδια. Τα κεραμίδια ήταν κορινθιακού τύπου και στις μακριές πλευρές κατέληγαν σε ακροκέραμα τριγωνικής μορφής με ανάγλυφη διακόσμηση. Οι ηγεμόνες καλυπτήρες της στέγης έφεραν γραπτά ανάγλυφα άνθη και βλαστούς. Στις στενές πλευρές ο ναός διέθετε αετώματα που πιθανώς έφεραν πήλινες γλυπτές συνθέσεις. Πάνω από τα αετώματα υπήρχε διακοσμημένη με χρώματα σίμη και γείσο, ενώ πιθανή είναι και η ύπαρξη ακρωτηρίων τουλάχιστον στην κεντρική γωνία των αετωμάτων.

Στα κινητά αντικείμενα περιλαμβάνονται πήλινα αγγεία και ειδώλια, πήλινο κιβωτίδιο, αγγείο για τα υγρά των χοών, τμήματα χάλκινου αγάλματος και - το πιο σημαντικό - το καλοδιατηρημένο ακέραιο χάλκινο άγαλμα μιας ανδρικής μορφής που απεικονίζεται με τη μορφή ενός οπλίτη. Το άγαλμα φέρει κράνος, θώρακα, περιβραχιόνια και περιπήχια, καθώς και περικνημίδες. Παρόλο που δεν σώζονται τα αντικείμενα που κρατούσε στα χέρια, είναι πολύ πιθανόν ότι στο δεξί κρατούσε δόρυ και στο αριστερό κλαδί δάφνης.

Ο συγκεκριμένος τύπος του οπλίτη ήταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού Απόλλωνα και η ταύτιση του με αυτή τη θεϊκή μορφή επιβεβαιώθηκε από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης, η οποία βρέθηκε σε κομμάτια στο εσωτερικό του ναού. Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 2ο αι. π.Χ., σύμφωνα με κινητά ευρήματα στο στρώμα καταστροφής. Στη μακραίωνη ζωή του ο ναός φαίνεται ότι δέχτηκε επισκευές και μετατροπές, όπως αντικατάσταση ξύλινων στοιχείων με λίθινα, διαμόρφωση του εσωτερικού του σηκού και αντικατάσταση κεραμιδιών.


 Ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος καταλαμβάνει έκταση 18,5 στρεμμάτων, ύστερα από απαλλοτρίωση υπέρ του Υπουργείου Πολιτισμού. Η πρόσβαση στο ναό γίνεται από τα νότια μέσω αγροτικής οδού, πλάτους τεσσάρων μέτρων, που αρχίζει από την επαρχιακή οδό Μητρόπολης - Μοσχάτου. Ο ναός είναι στεγασμένος με μεταλλικό στέγαστρο προστασίας, το οποίο καλύπτει μια έκταση 735,00 τ.μ.

"Ο Αρχαϊκός Ναός του Απόλλωνα- τονίζει ο αρχαιολόγος-διευθυντής της ΛΔ΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων- είναι ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος μνημειακός ναός σε όλη τη Θεσσαλία και αποτελεί πηγή πληροφόρησης όχι μόνο για την ιστορία και τις λατρευτικές πρακτικές της περιοχής αλλά και για την εξέλιξη της τεχνικής στους τομείς της αρχιτεκτονικής και της πλαστικής".

Για την ανάδειξή του προτείνονται ήπιες επεμβάσεις ενταγμένες στο φυσικό τοπίο, που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα ενός οργανωμένου και επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Προβλέπονται εγκαταστάσεις εισόδου και εξυπηρέτησης κοινού, περίφραξη, διαμόρφωση διαδρομών επίσκεψης και εγκατάσταση στεγάστρου εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καταλήγει ο αρχαιολόγος.

πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ