Παιδιά που δεν κοιμούνται αρκετά τη νύχτα έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα, σύμφωνα με ερευνητές από τη Νέα Ζηλανδία...
Έρευνα, που δημοσιεύεται στη διαδικτυακή έκδοση του περιοδικού «ΒΜJ», παρακολούθησε 244 παιδιά, μεταξύ 3 και 7 ετών. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι ο περισσότερος ύπνος σχετίζεται με χαμηλότερο βάρος, που θα μπορούσε να έχει σημαντικές συνέπειες στη δημόσια υγεία.
Τα παιδιά εξετάζονταν κάθε 6 μήνες και μετριόταν το βάρος, το ύψος και το σωματικό τους λίπος. Οι συνήθειες ύπνου και τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας καταγράφηκαν στις ηλικίες 3, 4 και 5 ετών.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όσα παιδιά κοιμόνταν λιγότερο τα πρώτα χρόνια της ζωής τους αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος στην ηλικία των 7 ετών.
Η σχέση παρέμενε, ακόμα και όταν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το φύλο και η φυσική δραστηριότητα, ελήφθησαν υπ' όψιν.
Στις προτεινόμενες αιτίες της σχέσης περιλαμβάνονται η περισσότερη ώρα για φαγητό και οι ορμονικές αλλαγές που επηρεάζουν την όρεξη.
Σε συνοδευτική ανάλυση, οι καθηγητές Francesco Cappuccio και Michelle Miller, από το Πανεπιστήμιο του Warwick, δήλωσαν ότι περαιτέρω έρευνα θα πρέπει να διερευνήσει νέες συμπεριφοριστικές μεθόδους, που δεν θα βασίζονται σε φάρμακα για την επιμήκυνση του χρόνου ύπνου των παιδιών και ενηλίκων.
Στο μεταξύ, σημειώνουν, δεν θα ήταν κακό να συμβουλέψουμε ανθρώπους ότι η τακτική μείωση των ωρών ύπνου μπορεί να συμβάλει στη μακροχρόνια κακή υγεία σε ενήλικες και παιδιά.
Ο Dr Ian Maconochie, από το Royal College of Paediatrics and Child Health, δήλωσε ότι παιδιά κάτω των 5 ετών γενικά κοιμούνται κατά μέσο όρο 11 ώρες.
Πρόσθεσαν, ωστόσο, ότι ποσοστό 20% των παιδιών αυτής της ηλικίας έχει πρόβλημα με τον ύπνο και ήδη γνωρίζουμε ότι ο ανεπαρκής ύπνος έχει σημαντική επίδραση στην προσοχή, τη μνήμη και τη σχολική απόδοση. Η έρευνα, θεωρούν, είναι χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τις γνώσεις που αφορούν στις συνήθειες ύπνου των παιδιών.
Τα παιδιά εξετάζονταν κάθε 6 μήνες και μετριόταν το βάρος, το ύψος και το σωματικό τους λίπος. Οι συνήθειες ύπνου και τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας καταγράφηκαν στις ηλικίες 3, 4 και 5 ετών.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όσα παιδιά κοιμόνταν λιγότερο τα πρώτα χρόνια της ζωής τους αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν μεγαλύτερο Δείκτη Μάζας Σώματος στην ηλικία των 7 ετών.
Η σχέση παρέμενε, ακόμα και όταν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως το φύλο και η φυσική δραστηριότητα, ελήφθησαν υπ' όψιν.
Στις προτεινόμενες αιτίες της σχέσης περιλαμβάνονται η περισσότερη ώρα για φαγητό και οι ορμονικές αλλαγές που επηρεάζουν την όρεξη.
Σε συνοδευτική ανάλυση, οι καθηγητές Francesco Cappuccio και Michelle Miller, από το Πανεπιστήμιο του Warwick, δήλωσαν ότι περαιτέρω έρευνα θα πρέπει να διερευνήσει νέες συμπεριφοριστικές μεθόδους, που δεν θα βασίζονται σε φάρμακα για την επιμήκυνση του χρόνου ύπνου των παιδιών και ενηλίκων.
Στο μεταξύ, σημειώνουν, δεν θα ήταν κακό να συμβουλέψουμε ανθρώπους ότι η τακτική μείωση των ωρών ύπνου μπορεί να συμβάλει στη μακροχρόνια κακή υγεία σε ενήλικες και παιδιά.
Ο Dr Ian Maconochie, από το Royal College of Paediatrics and Child Health, δήλωσε ότι παιδιά κάτω των 5 ετών γενικά κοιμούνται κατά μέσο όρο 11 ώρες.
Πρόσθεσαν, ωστόσο, ότι ποσοστό 20% των παιδιών αυτής της ηλικίας έχει πρόβλημα με τον ύπνο και ήδη γνωρίζουμε ότι ο ανεπαρκής ύπνος έχει σημαντική επίδραση στην προσοχή, τη μνήμη και τη σχολική απόδοση. Η έρευνα, θεωρούν, είναι χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τις γνώσεις που αφορούν στις συνήθειες ύπνου των παιδιών.