Οι άνθρωποι που δεν νιώθουν ευτυχισμένοι, βλέπουν κατά μέσο όρο 30% περισσότερη τηλεόραση σε σχέση με τους ευτυχισμένους, σύμφωνα με ερευνητές του πανεπιστημίου του Μέριλαντ των ΗΠΑ...
Η έρευνα, που βασίζεται σε στατιστικές από περίπου 30.000 αμερικανούς ενήλικους πολίτες κατά την περίοδο 1975-2006, δείχνει ότι οι πιο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι άνθρωποι βλέπουν 19 ώρες τηλεόραση την εβδομάδα έναντι 25 ωρών που βλέπουν όσοι νιώθουν λίγο-πολύ δυστυχισμένοι. Το συμπέρασμα αυτό μάλιστα ισχύει ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, ύψους εισοδήματος, ηλικίας ή οικογενειακής κατάστασης.
Επιπροσθέτως οι πιο ευτυχισμένοι εμφανίσθηκαν πιο κοινωνικά δραστήριοι, πιο θρησκευτικά ενεργοί, πιο συχνοί ψηφοφόροι και συχνότεροι αναγνώστες εφημερίδων.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η σχέση τηλεόρασης-ψυχολογικής κατάστασης είναι σαφής, όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν η δυστυχία οδηγεί σε περισσότερη παρακολούθηση τηλεόρασης ή αν, αντίστροφα, οι περισσότερες ώρες τηλεόρασης κάνουν κάποιον πιο δυστυχισμένο. Για να διευκρινισθεί αυτό, όπως είπαν, χρειάζονται περαιτέρω έρευνες.
Από την άλλη, οι άνθρωποι δηλώνουν γενικά ότι τους αρέσει να βλέπουν τηλεόραση και, όταν το κάνουν, το απολαμβάνουν. Σε μια κλίμακα ικανοποίησης από το μηδέν έως το δέκα, η παρακολούθηση τηλεόρασης κατά μέσο όρο βρίσκεται στο οκτώ, σύμφωνα με ό,τι δήλωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Τζον Ρόμπινσον του πανεπιστημίου του Μέριλαντ, «αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία δείχνουν ότι η τηλεόραση πιθανώς προσφέρει στους τηλεθεατές μια σύντομης διάρκειας ευχαρίστηση, με τίμημα όμως μια πιο μακροπρόθεσμη κακοδιαθεσία».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ίσως αυτό συμβαίνει γιατί σιγά-σιγά η περισσότερη τηλεόραση εξοβελίζει άλλες δραστηριότητες που φέρνουν πιο ουσιαστική απόλαυση, όπως η σωματική άσκηση, το σεξ, οι παρέες κ.α. Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι κατά μέσο όρο αξιολογούν χαμηλότερα από το μέσο όρο την τηλεόραση σε σχέση με άλλες δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου.
Από την άλλη, σύμφωνα με τους ερευνητές, η τηλεόραση, επειδή δεν είναι επικριτική, ούτε έχει απαιτήσεις οποιουδήποτε είδους, κάλλιστα μπορεί να αποτελεί καταφύγιο για ανθρώπους ήδη δυστυχισμένους. Όπως ανέφεραν, «η χρόνια δυστυχία μπορεί να αποδειχτεί κοινωνικά και προσωπικά εξουθενωτική και να δημιουργήσει εμπόδια στην εργασία και τις περισσότερες κοινωνικές και προσωπικές δραστηριότητες κάποιου, όμως ακόμα και οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι μπορούν να πατήσουν το κουμπί του τηλεκοντρόλ και να ψυχαγωγηθούν παθητικά από την τηλεόραση».
Η έρευνα εμφανίζεται στο περιοδικό Social Indicators Research, σύμφωνα με την ηλεκτρονική υπηρεσία Live Science.
Επιπροσθέτως οι πιο ευτυχισμένοι εμφανίσθηκαν πιο κοινωνικά δραστήριοι, πιο θρησκευτικά ενεργοί, πιο συχνοί ψηφοφόροι και συχνότεροι αναγνώστες εφημερίδων.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι η σχέση τηλεόρασης-ψυχολογικής κατάστασης είναι σαφής, όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν η δυστυχία οδηγεί σε περισσότερη παρακολούθηση τηλεόρασης ή αν, αντίστροφα, οι περισσότερες ώρες τηλεόρασης κάνουν κάποιον πιο δυστυχισμένο. Για να διευκρινισθεί αυτό, όπως είπαν, χρειάζονται περαιτέρω έρευνες.
Από την άλλη, οι άνθρωποι δηλώνουν γενικά ότι τους αρέσει να βλέπουν τηλεόραση και, όταν το κάνουν, το απολαμβάνουν. Σε μια κλίμακα ικανοποίησης από το μηδέν έως το δέκα, η παρακολούθηση τηλεόρασης κατά μέσο όρο βρίσκεται στο οκτώ, σύμφωνα με ό,τι δήλωσαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Τζον Ρόμπινσον του πανεπιστημίου του Μέριλαντ, «αυτά τα αντικρουόμενα στοιχεία δείχνουν ότι η τηλεόραση πιθανώς προσφέρει στους τηλεθεατές μια σύντομης διάρκειας ευχαρίστηση, με τίμημα όμως μια πιο μακροπρόθεσμη κακοδιαθεσία».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ίσως αυτό συμβαίνει γιατί σιγά-σιγά η περισσότερη τηλεόραση εξοβελίζει άλλες δραστηριότητες που φέρνουν πιο ουσιαστική απόλαυση, όπως η σωματική άσκηση, το σεξ, οι παρέες κ.α. Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι οι άνθρωποι κατά μέσο όρο αξιολογούν χαμηλότερα από το μέσο όρο την τηλεόραση σε σχέση με άλλες δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου.
Από την άλλη, σύμφωνα με τους ερευνητές, η τηλεόραση, επειδή δεν είναι επικριτική, ούτε έχει απαιτήσεις οποιουδήποτε είδους, κάλλιστα μπορεί να αποτελεί καταφύγιο για ανθρώπους ήδη δυστυχισμένους. Όπως ανέφεραν, «η χρόνια δυστυχία μπορεί να αποδειχτεί κοινωνικά και προσωπικά εξουθενωτική και να δημιουργήσει εμπόδια στην εργασία και τις περισσότερες κοινωνικές και προσωπικές δραστηριότητες κάποιου, όμως ακόμα και οι πιο δυστυχισμένοι άνθρωποι μπορούν να πατήσουν το κουμπί του τηλεκοντρόλ και να ψυχαγωγηθούν παθητικά από την τηλεόραση».
Η έρευνα εμφανίζεται στο περιοδικό Social Indicators Research, σύμφωνα με την ηλεκτρονική υπηρεσία Live Science.